σκάλισμα — το, ατος 1. τσάπισμα, ελαφρό σκάψιμο: Ο κήπος θέλει σκάλισμα. 2. σμίλευση, λάξεμα. 3. διερεύνηση, ψάξιμο. 4. ανακίνηση κάποιου ζητήματος: Τον στενοχωρεί το σκάλισμα των περασμένων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκαλιστικός — ή, ό, Ν [σκαλίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σκάλισμα ή στον σκαλιστή («σκαλιστικά εργαλεία») 2. χρήσιμος για το σκάλισμα («σκαλιστική μηχανή») 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκαλιστικά η χρηματική αμοιβή τού εργάτη που έκανε το σκάλισμα … Dictionary of Greek
άνοιγμα — το (Α ἄνοιγμα) η πράξη του να ανοίγει κανείς κάτι νεοελλ. 1. μέρος από όπου υπάρχει πέρασμα, η δίοδος, η είσοδος 2. (για ρούχα) το μέρος του υφάσματος που δεν είναι ραμμένο, που παραμένει ελεύθερο 3. το μέρος του δάσους που δεν έχει δέντρα,… … Dictionary of Greek
ανάγλυφο — I (Τεχν.).Γλυπτή παράσταση πάνω σε επίπεδη επιφάνεια. Γενικά, α. ονομάζεται το έργο τέχνης που φιλοτεχνείται σε πλάκα από μάρμαρο ή χαλκό ή, πιο σπάνια, άργυρο, χρυσό ή ελεφαντόδοντο.Η αδιάρρηκτη σύνδεση της εικόνας με την επίπεδη επιφάνεια, που… … Dictionary of Greek
αξεσκάλιστος — η, ο 1. (για φυτά) όποιος δεν σκαλίστηκε, δεν του έγινε επιμελημένη καλλιέργεια με σκάλισμα 2. αυτός που δεν ερευνήθηκε, δεν εξετάστηκε λεπτομερώς … Dictionary of Greek
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
γαλάλιθος — Τεχνητή πλαστική ύλη που παρασκευάζεται από την καζεΐνη του γάλακτος με φορμαλδεΰδη. Είναι σώμα άχρωμο, άγευστο και δεν αναφλέγεται. Έχει ειδικό βάρος 1,3 1,4, δεν αντέχει πολύ στο νερό και μπορεί να κατεργαστεί μόνο με σκάλισμα ή τόρνευση.… … Dictionary of Greek
γλυφή — η (AM γλυφή) [γλύφω] 1. σκάλισμα, γλυπτή παράσταση 2. (για σφραγίδα) έμβλημα·|| αρχ. τρύπα ή εγκοπή που έχει ανοιχτεί με γλύφανο … Dictionary of Greek
διάγλυμμα — το (Α διάγλυμμα) [διαγλύφω] γλυφός, σκάλισμα … Dictionary of Greek
εγκόλαμμα — το (AM ἐγκόλαμμα) σκάλισμα, έγγλυμμα αρχ. εγχάρακτη επιγραφή … Dictionary of Greek