σκάλισμα

σκάλισμα
το, Ν [σκαλίζω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκαλίζω, καλλιεργητική εργασία απαραίτητη κατά το στάδιο ανάπτυξης τών καλλιεργούμενων φυτών, με την οποία καταστρέφονται τα ζιζάνια, ο μεγαλύτερος εχθρός τους, και συγχρόνως αναμοχλεύεται το έδαφος και σπάζει η κρούστα του, με αποτέλεσμα τον καλύτερο αερισμό του και τη διευκόλυνση διείσδυσης τού νερού καθώς και τη θέρμανσή του
2. εγχάραξη κοιλωμάτων ή παραστάσεων πάνω σε μαρμάρινη, ξύλινη ή μεταλλική επιφάνεια με χαρακτικό εργαλείο, χαρακτική, λάξευση
3. μτφ. α) λεπτομερειακή και επίμονη έρευνα
β) αναμόχλευση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκάλισμα — το, ατος 1. τσάπισμα, ελαφρό σκάψιμο: Ο κήπος θέλει σκάλισμα. 2. σμίλευση, λάξεμα. 3. διερεύνηση, ψάξιμο. 4. ανακίνηση κάποιου ζητήματος: Τον στενοχωρεί το σκάλισμα των περασμένων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκαλιστικός — ή, ό, Ν [σκαλίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σκάλισμα ή στον σκαλιστή («σκαλιστικά εργαλεία») 2. χρήσιμος για το σκάλισμα («σκαλιστική μηχανή») 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκαλιστικά η χρηματική αμοιβή τού εργάτη που έκανε το σκάλισμα …   Dictionary of Greek

  • άνοιγμα — το (Α ἄνοιγμα) η πράξη του να ανοίγει κανείς κάτι νεοελλ. 1. μέρος από όπου υπάρχει πέρασμα, η δίοδος, η είσοδος 2. (για ρούχα) το μέρος του υφάσματος που δεν είναι ραμμένο, που παραμένει ελεύθερο 3. το μέρος του δάσους που δεν έχει δέντρα,… …   Dictionary of Greek

  • ανάγλυφο — I (Τεχν.).Γλυπτή παράσταση πάνω σε επίπεδη επιφάνεια. Γενικά, α. ονομάζεται το έργο τέχνης που φιλοτεχνείται σε πλάκα από μάρμαρο ή χαλκό ή, πιο σπάνια, άργυρο, χρυσό ή ελεφαντόδοντο.Η αδιάρρηκτη σύνδεση της εικόνας με την επίπεδη επιφάνεια, που… …   Dictionary of Greek

  • αξεσκάλιστος — η, ο 1. (για φυτά) όποιος δεν σκαλίστηκε, δεν του έγινε επιμελημένη καλλιέργεια με σκάλισμα 2. αυτός που δεν ερευνήθηκε, δεν εξετάστηκε λεπτομερώς …   Dictionary of Greek

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • γαλάλιθος — Τεχνητή πλαστική ύλη που παρασκευάζεται από την καζεΐνη του γάλακτος με φορμαλδεΰδη. Είναι σώμα άχρωμο, άγευστο και δεν αναφλέγεται. Έχει ειδικό βάρος 1,3 1,4, δεν αντέχει πολύ στο νερό και μπορεί να κατεργαστεί μόνο με σκάλισμα ή τόρνευση.… …   Dictionary of Greek

  • γλυφή — η (AM γλυφή) [γλύφω] 1. σκάλισμα, γλυπτή παράσταση 2. (για σφραγίδα) έμβλημα·|| αρχ. τρύπα ή εγκοπή που έχει ανοιχτεί με γλύφανο …   Dictionary of Greek

  • διάγλυμμα — το (Α διάγλυμμα) [διαγλύφω] γλυφός, σκάλισμα …   Dictionary of Greek

  • εγκόλαμμα — το (AM ἐγκόλαμμα) σκάλισμα, έγγλυμμα αρχ. εγχάρακτη επιγραφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”